- ανηκουστία
- η (Α ἀνηκουστία)1. η έλλειψη της αίσθησης της ακοής, κουφαμάρα2. ανυπακοή, παρακοή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνηκουστία — ἀνηκουστίᾱ , ἀνηκουστία want of hearing fem nom/voc/acc dual ἀνηκουστίᾱ , ἀνηκουστία want of hearing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηκουστίας — ἀνηκουστίᾱς , ἀνηκουστία want of hearing fem acc pl ἀνηκουστίᾱς , ἀνηκουστία want of hearing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηκουστίη — ἀνηκουστία want of hearing fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)